- ἐγκλιτικά
- ἐγκλιτικόςwhich leansneut nom/voc/acc plἐγκλιτικά̱ , ἐγκλιτικόςwhich leansfem nom/voc/acc dualἐγκλιτικά̱ , ἐγκλιτικόςwhich leansfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγκλιτικάς — ἐγκλιτικά̱ς , ἐγκλιτικός which leans fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek
εγκλιτικός — ή, ό (AM ἐγκλιτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος 2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα τής προηγούμενης λέξης … Dictionary of Greek
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek
μοιρώ — μοιρῶ, άω (Α) [μοίρα] 1. διανέμω, μοιράζω 2. μέσ. μοιρῶμαι, άομαι α) μοιράζομαι με άλλους β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου γ) διασπῶ 3. παθ. τήκομαι, λειώνω 4. (ο παθ. παρακμ. στο γ εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται είναι πεπρωμένο, είναι… … Dictionary of Greek
εγκλιτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση (τόνου, ρήματος). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγκλιτικά, τα οι εγκλιτικές λέξεις, εκείνες οι μονοσύλλαβες (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) που ο τόνος τους χάνεται ή ανεβαίνει στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)